- νοστιμάδα
- η1) приятный вкус; 2) пикантность (шутки, рассказа)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοστιμάδα — η και νοστιμιά, η 1. ευχάριστη γεύση, ευχάριστο συναίσθημα: Το αλάτι δίνει τη νοστιμάδα στο φαγητό. – Ανάρια, ανάρια το φιλί να χει και νοστιμάδα (παροιμ.). 2. χάρη, κομψότητα, ευπρέπεια: Έχουν πολλή νοστιμάδα τα φερσίματά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοστιμάδα — η (Μ νοστιμάδα) ευχάριστη γεύση, νοστιμιά («το αλάτι δίνει νοστιμάδα στα φαγητά») νεοελλ. θελκτικότητα και χάρη, κομψότητα μσν. μτφ. ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόστιμος + κατάλ. άδα (πρβλ. φρονιμ άδα)] … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
ανάρια — επίρρ. [ανάριος] 1. σε αραιά διαστήματα 2. κάπου κάπου («ανάρια ανάρια το φιλί για να’ χει νοστιμάδα» η συχνή επανάληψη καταντάει βαρετή 3. αργά αργά … Dictionary of Greek
γούστο — το 1. νοστιμάδα 2. καλαισθησία 3. ευχαρίστηση 4. προτίμηση, εκλογή 5. φρ. α) «δεν τόν κάνω γούστο» δεν μού αρέσει β) «έχει γούστο να...» (ειρωνικά) θα ήταν διασκεδαστικό να συμβεί κάτι ανεπιθύμητο γ) «κάνω γούστο» περνώ ευχάριστα την ώρα μου δ)… … Dictionary of Greek
ευχυμία — η (Α εὐχυμία) [εύχυμος] αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα αρχ. 1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών τού σώματος 2. (για τροφές) η ικανότητα τής δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως … Dictionary of Greek
ηδυφανής — ές (Α ἡδυφανής, ές) νεοελλ. (ορυκτ.) το αρσ. ως ουσ. ο ηδυφανής αρσενικικό και χλωριούχο ορυκτό τού ασβεστίου και τού μολύβδου αρχ. 1. ο φαινομενικά γλυκός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυφανές η φαινομενική γλυκύτητα, η φαινομενική νοστιμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ηδύτητα — η (AM ἡδύτης, ητος) [ηδύς] γλυκιά γεύση, γλυκύτητα, νοστιμάδα νεοελλ. μσν. (για λόγο) η χάρη … Dictionary of Greek
μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 … Dictionary of Greek
νοστιμιά — η [νόστιμος] 1. νοστιμάδα 2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιές νόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές») … Dictionary of Greek
φιλί — το, Ν 1. φίλημα («ανάρια ανάρια το φιλί για νά χει νοστιμάδα», παροιμ.) 2. βλ. φελί 3. φρ. «το φιλί τού Ιούδα» προδοσία από πρόσωπο που υποκρινόταν τον φίλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλεῖν, απρμφ. τού ρ. φιλῶ (πρβλ. φα[γ]ί < φαγεῖν)] … Dictionary of Greek